μοσκοχόρταρο

μοσκοχόρταρο
το
βοτ. βλ. μοσχοχόρταρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοσχοχόρταρο — και μοσκοχόρταρο, το κοινή ονομασία τού φυτού Τεύκριον το κίτρινον …   Dictionary of Greek

  • τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”